Δημοσιεύση άρθρου, Εφημερίδα “ΚΕΡΔΟΣ”, 9 Ιανουαρίου 1992
Στελέχη επιχειρήσεων
Η σύγχρονη επιχείρηση, στην προσπάθεια της να ανταποκριθεί στις οικονομικές εξελίξεις, στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, στο διεθνή ανταγωνισμό, στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό, στην αποφυγή και αποκάλυψη ατασθαλιών και στην άμεση και αντικειμενική πληροφόρηση από μια άλλη οπτική γωνία, καθιστά όλο και πιο αναγκαία την ύπαρξη ενός σύγχρονου συστήματος, εσωτερικού ελέγχου από ένα ικανό επιτελείο εσωτερικών ελεγκτών. Ο ισχυρισμός των ιθυνόντων, ότι τα πάντα στη διεύθυνση τους λειτουργούν κατά το πλέον ιδανικό τρόπο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες διαδικασίες και κανόνες, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό από τη μεριά της ελεγκτικής. Κατά τον Pierre A. Dyssaulx, η αναγκαιότητα του εσωτερικού ελέγχου τονίζεται ως εξής: «Κάθε μηχανή, είναι προικισμένη είτε από τη φύση, είτε από τον κατασκευαστή με ρυθμιστικές διευθετήσεις, προοριζόμενες να πειθαρχούν στις κινήσεις του και να συγκρατούν τη συνοχή της δομής του»
Η αναγκαιότητα του εσωτερικού ελεγκτή
Κάτω από ομαλό καθεστώς πορείας ή καλής υγείας ο αντανακλαστικός χαρακτήρας των οργάνων τούτων εγγυάται την ασφάλεια της πορείας και προφυλάσσει το σύνολο από περιπέτειες, υπό τον όρο, πάντως, ότι από καιρό σε καιρό μια ενσυνείδητη παρέμβαση θα επιβεβαιώνεται για την καλή λειτουργία. Στις επιχειρήσεις, όπως και στους ζώντες οργανισμούς, η χρήση γεννά τη φθορά και η διάρκεια το γήρας. Γι’ αυτό, οι γενικοί λεπτοί αυτορυθμιστικοί μηχανισμοί υπόκεινται κι αυτοί στη φθορά ή το γήρας, γι’ αυτό και επιβάλλονται περιοδικές επαληθεύσεις.
Η κοινωνική σκοπιά του εσωτερικού ελέγχου
Η ανάπτυξη μιας οικονομικής μονάδας, ενός φορέα, ενός οργανισμού κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα δεν ενδιαφέρει μόνο τους μετόχους και αυτούς που τη διοικούν, αλλά ενδιαφέρει γενικότερα το κοινωνικό σύνολο.
Η κοινωνική σκοπιά του εσωτερικού ελέγχου έγκειται εις το να αποκαλύπτει έγκαιρα τυχόν ατασθαλίες, κλοπές, υπεξαιρέσεις, διοικητικές αδυναμίες κλπ., πριν φτάσει η επιχείρηση στη διακοπή της λειτουργίας της, γεγονός που θα είναι επιζήμιο για το κοινωνικό σύνολο, ήτοι οι εργαζόμενοι θα απωλέσουν την εργασία τους, μειώνοντας έτσι το εισόδημα τους, με επακόλουθο τη δημιουργία κοινωνικής αναταραχής. Οι διάφοροι πιστωτές, όπως τράπεζες, ιδιώτες, επιχειρήσεις, θα απωλέσουν τα χρήματά τους το δημόσιο δεν θα εισπράττει φόρους. Παράλληλα, θα μειωθεί και η προσφορά της στο εθνικό εισόδημα. Επίσης οι ασφαλιστικοί οργανισμοί θα μειώσουν τα έσοδά τους και θα απωλέσουν τις απαιτήσεις τους.
Στελέχωση του τμήματος εσωτερικού ελέγχου
Προκειμένου το τμήμα εσωτερικού ελέγχου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, είναι απαραίτητη η διάρθρωση του από ικανά και έμπειρα στελέχη, υψηλών προδιαγραφών. Πρέπει απαραιτήτως να είναι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών και μάλιστα να προέρχονται από οικονομικές επιστήμες, να τους διέπει η οικονομική σκέψη για εύκολη κατανόηση των οικονομικών μεγεθών.
Ο επικεφαλής του τμήματος πρέπει να είναι στέλεχος υψηλών προδιαγραφών με εξειδικευμένες γνώσεις και με επίγνωση του αντικειμένου της ελεγκτικής σε βάθος και πλάτος οι ικανότητές του και το κύρος να είναι τέτοιο , ώστε να μπορεί να σταθεί στο ανάλογο ύψος, να στηρίζει και να προωθεί την ελεγκτική ως θεσμό μέσα στην επιχείρηση.
Οι εσωτερικοί ελεγκτές πρέπει να είναι προικισμένοι από μια σειρά χαρίσματα, για αποτελεσματικό έργο. Να είναι άτομα ανήσυχα από τη φύση τους, να έχουν πολυποίκιλα ενδιαφέροντα, να τα διακρίνει η έφεση για μάθηση, να έχουν ευχέρεια στο γραπτό και προφορικό λόγο, να τους διακρίνει η λεπτότητα και η διπλωματικότητα. Να έχουν ακέραιο χαρακτήρα, να μην επηρεάζονται από διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους, να είναι φιλικοί και συνεργάσιμοι με τους συναδέλφους στο βαθμό που δεν αντίκειται του σκοπού του ελέγχου. Τα πιο πάνω προτερήματα και πλήθος άλλες ικανότητες είναι βασική προϋπόθεση για τους εσωτερικούς ελεγκτές, αφού ληφθεί υπόψη, ότι αυτοί θα είναι τα αυριανά στελέχη που θα καλύψουν τις θέσεις – κλειδιά στην επιχείρηση ή τον οργανισμό.
Η αποτελεσματικότητα του συστήματος
Η αποδοχή ή μη του εσωτερικού ελέγχου και η αποτελεσματικότητά του σ ’ένα ολόκληρο σύστημα διοίκησης, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το βαθμό αποδοχής ή μη αυτού καθώς και από την υποστήριξη που παρέχει η ίδια η διοίκηση, η οποία έχει τη άμεση ευθύνη και δυνατότητα να προωθήσει το καλό κλίμα και πνεύμα συνεργασίας μεταξύ ελέγχου και ελεγχόμενων. Να περάσει το μήνυμα, ότι ο έλεγχος δεν δρα ανεξέλεγκτα, αλλά κινείται κάτω από μία συγκεκριμένη στρατηγική και πολιτική, που η ίδια έχει χαράξει, ότι έχει την άμεση δυνατότητα για εντοπισμό και προώθηση των προβλημάτων για γρήγορη επίλυση. Προβλήματα, που διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια άσκησης του ελέγχου ή που χρονίζουν και καθυστερούν να φτάσουν ή και να μην φτάσουν ποτέ στη διοίκηση, δίχως να καταργεί ή να αγνοεί τους αρμόδιους των τμημάτων που ελέγχονται.
Σ ’αυτό ακριβώς το σημείο, πρέπει να τονισθεί, ότι η διοίκηση πρέπει να έχει ξεκάθαρη θέση και άποψη για την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου, δηλαδή το πώς εννοεί ένα σύστημα ελέγχου και τι αποτελέσματα περιμένει από αυτό. Θέλει ένα έλεγχο να λειτουργεί πάνω στις βασικές αρχές και κανόνες της ελεγκτικής, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα; Θέλει έναν έλεγχο για εσωτερική κατανάλωση πυροσβεστικού χαρακτήρα; Ένα σύστημα τύπου αστυνόμευσης; Διότι ανάλογα με την οντότητα που θα του προσδώσει, θα είναι και η αποδοχή του.
Επίσης, καθοριστικό ρόλο για την αποδοχή, παίζει και το ίδιο το τμήμα ελέγχου, το κατά πόσο οι ελεγκτές κινούνται στα ελεγκτικά πρότυπα, ο βαθμός συνεργασίας τους και το κλίμα εμπιστοσύνης που εμπνέουν απέναντι στους ελεγχόμενους, καθώς και το ανάλογο πνεύμα συνεργασίας των ελεγχόμενων απέναντι στους ελεγκτές.
Ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου, για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα ελεγκτικά του καθήκοντα, βασική προϋπόθεση είναι η ανεξαρτησία του μέσα στο περιβάλλον το οποίο δρα. Την ευθύνη για το βαθμό ανεξαρτησίας φέρει η ίδια η διοίκηση, η οποία πρέπει να έχει διαμορφωμένη άποψη, σαφή θέση και πολιτική για την υπηρεσία ελέγχου.
Η ανεξαρτησία του συστήματος
Όταν μιλάμε για αντικειμενικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο, για την αντιμετώπιση των φαινομένων της εποχής μας, δεν εννοούμε την υπαγωγή του υπό την εποπτεία κάποιας διεύθυνσης. Το γεγονός αυτό αντιστρατεύει τις αρχές και τους κανόνες τηε ελεγκτικής, έτσι εμποδίζεται η αντικειμενικότητα της εργασίας, η άμεση και πλήρης ενημέρωση της διοίκησης για τα γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω της. Παράλληλα, υπαγορεύεται η άμεση εξάρτηση των ελεγκτών, ο περιορισμός στην ελευθερία κινήσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων, η επιφύλαξη αξιολόγησης και κρίσης με αντικειμενικότητα των γεγονότων, που λαμβάνουν χώρα στην όλη διαδικασία της λειτουργίας του συστήματος. Είναι ασυμβίβαστο και αντιδεολογικό από τη μια πλευρά το σύστημα Ε/Ε να υπάγεται σε κάποια διεύθυνση και από την άλλη να ελέγχει αυτή και συγχρόνως να μιλάμε για ανεξαρτησία. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η υπαγωγή του ελέγχου απευθείας στον πρόεδρο του ΔΣ ή σε κάποιο μέλος του ΔΣ ή στο γενικό διευθυντή, δίχως να αποκλείεται και μια ανάλογη υπαγωγή.
Στην ανεξαρτησία του ελέγχου, κατά ένα βαθμό συμβάλει και το ίδιο το τμήμα κινούμενο αυστηρά μέσα στα καθήκοντά του, όπως είναι η αποφυγή εις το να θεσπίζει και να καθιερώνει διαδικασίες ή να ετοιμάζει έγγραφα, ή να ασχολείται με άλλες δραστηριότητες, που κανονικά πρέπει να ελέγχει και να εκτιμά, πράγμα, το οποίο μπορεί να απειλήσει σε δεδομένη χρονική στιγμή την ίδια την ανεξαρτησία του. Επίσης ο έλεγχος πρέπει να αποφεύγει να λειτουργεί ως γραμματειακή υποστήριξη άλλων τμημάτων ή να χρησιμοποιείται από τη διοίκηση για ανεύρεση στοιχείων που είναι αρμοδιότητα άλλων.
Επίσης στην ανεξαρτησία, σημαντικό ρόλο παίζει η θέση των ελεγκτών στην πυραμίδα της ιεραρχίας, καθώς και το ύψος της αμοιβής τους. Δεν επιτρέπεται, οι ελεγκτές να προσφέρουν επιτελικό έργο και να είναι υποβαθμισμένοι ιεραρχικά. Τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για ανεξάρτητη, ανεπηρέαστη και αναβαθμισμένη υπηρεσία ελέγχου, λαμβανομένου υπόψη, ότι οι σημερινοί ελεγκτές είναι τα αυριανά στελέχη υψηλών προδιαγραφών. Όπως προαναφέραμε, τα οποία θα πλαισιώσουν την οικονομική μονάδα.